Κυριακή 4 Ιανουαρίου 2009

Αστυνομικοί - ήρωες και ο Κεφαλογιάννης


Της Κατερινας Λομβαρδεα (www.kathimerini.gr)

Στο αυτοκίνητο από το αεροδρόμιο των Χανίων προς το Ρέθυμνο ηχούσε ακόμα στα αυτιά μου το σύνθημα των ημερών: «μπάτσοι γουρούνια δολοφόνοι». Είχα αφήσει πίσω μου μια Αθήνα καμένη από τους κουκουλοφόρους και κατευθυνόμουν προς το εφετείο του Ρεθύμνου, για να παρακολουθήσω τη δίκη του Γιάννη Κεφαλογιάννη. Σε λίγο, θα γνώριζα τρεις από τους ηρωικότερους ανθρώπους που έχω συναντήσει στη ζωή μου. Κατά ειρωνική σύμπτωση και σε πείσμα της εξαγριωμένης κοινής γνώμης, οι ήρωές μου ήταν και αυτοί «μπάτσοι». Πρόκειται για τους τρεις αστυνομικούς της ΕΛ.ΑΣ. που κατέθεσαν την 18η Δεκεμβρίου για δεύτερη φορά ενάντια στον Γιάννη Κεφαλογιάννη και οδήγησαν στην καταδίκη του πρώην υπουργού για υπόθαλψη εγκληματία. Συγκεκριμένα, η κατηγορία ήταν ότι ο τότε βουλευτής Ρεθύμνου κάλεσε τον έναν από τους τρεις αστυνομικούς στο γραφείο του σε μια προσπάθεια να τον επηρεάσει για να μην καταθέσει ενάντια στον γιο ενός φίλου του, που κατηγορούνταν για εμπόριο ναρκωτικών.

Από νωρίς το πρωί, το δικαστικό μέγαρο ήταν γεμάτο ντόπιους με αγέλαστα πρόσωπα και βαριά διάθεση. Οπως είπε αργότερα στη δίκη ο εισαγγελέας, δεν ήταν «ούτε σύνηθες ούτε ευχάριστο» αυτό που συνέβαινε εκείνη τη μέρα στο Ρέθυμνο, πόσω μάλλον για τους υποστηρικτές του Γιάννη Κεφαλογιάννη, που ήταν μαζεμένοι εκεί για να δείξουν τη συμπαράστασή τους. Ανάμεσά τους ήταν και παππούδες με την παραδοσιακή κρητική βράκα και δερμάτινες μπότες, που στέκονταν δίπλα του ευθυτενείς, αμίλητοι και περίμεναν να αρχίσει η δίκη.

Οι τρεις αστυνομικοί αρχικά δεν φαίνονταν πουθενά. Επειτα από λίγο κάποιος με πήγε σε έναν στενό και σκοτεινό διάδρομο δίπλα από την αίθουσα του δικαστηρίου, όπου τους βρήκα απομονωμένους από τον μεγάλο χώρο αναμονής. Αυτό το μέρος διάλεξαν για να στέκονται, μακριά από τα βλέμματα του συγκεντρωμένου κόσμου. Κάθε φορά που συνερχόταν το δικαστήριο έμπαιναν αθόρυβα στην αίθουσα από την πλαϊνή πόρτα και μόλις διέκοπτε έβγαιναν στον διάδρομο, χωρίς να τους καταλάβουμε, για να κουβεντιάσουν με τους λιγοστούς φίλους που βρίσκονταν εκεί για να τους στηρίξουν.

Σε κάποιο διάλειμμα τους παρακάλεσα να κάνουν μια δήλωση, να μου πουν έστω πώς αισθάνονται. Ο ένας από αυτούς μου απάντησε: «διάβασε τη γλώσσα του σώματος για να καταλάβεις». Μπορεί η γλώσσα του σώματος να μην αρκεί, αλλά παρατηρώντας τους προσεκτικά, κατάλαβα όσα χρειαζόμουν. Σφιγμένες γροθιές, κοφτές και φοβισμένες ματιές, κεφάλια σκυμμένα και ώμοι κυρτοί, χέρια που αναζητούσαν στήριγμα στους βρώμικους τοίχους, όλα μαρτυρούσαν το άγχος και τον φόβο των τριών αστυνομικών, που έκαναν το ώς τότε ασύλληπτο για την κρητική κοινωνία: «κάρφωσαν» τον Γιάννη Κεφαλογιάννη, τον παντοδύναμο άντρα του Ρεθύμνου, οι ίδιοι του οι ψηφοφόροι, οι διορισμένοι από αυτόν στις θέσεις τους.

Κάποια στιγμή την ώρα της δίκης κάθησε δίπλα μου ο βασικός από τους τρεις μάρτυρες, αυτός που προσεκλήθη από τον κ. Κεφαλογιάννη στο γραφείο του. Το πρόσωπό του ήταν αλλοιωμένο από το άγχος και οι αναστεναγμοί του έρχονταν κάθε μισό λεπτό, σαν κύματα, κι έφευγαν. Κάποια στιγμή ένιωσα ότι κάτι έπρεπε να κάνω για να τον ηρεμήσω. Στράφηκα και του είπα «αυτό που κάνετε είναι πολύ γενναίο, σας θαυμάζω». Σήκωσε το κεφάλι του και με κοίταξε με βλέμμα απλανές, σαν να έβλεπε πέρα από μένα, και μετά έστριψε ξανά τη ματιά του κάτω, στα παπούτσια του. Ενιωσα σαν να ήμουν τελείως εκτός θέματος.

Ο δεύτερος μάρτυρας, πιο νέος, ψηλός και γεροδεμένος από τους τρεις, είπε στο δικαστήριο ότι φοβόταν, φοβάται και θα φοβάται και μετά την κατάθεσή του. Την ώρα που βρισκόταν πάνω στο βήμα έτρεμε, αλλά αυτό δεν τον έκανε να φαίνεται λιγότερο γενναίος. Ο Γιάννης Κεφαλογιάννης, αντίθετα, φαινόταν πολύ σίγουρος για τον εαυτό του. Εξάλλου, η αίθουσα ξεχείλιζε από υποστηρικτές του, που συνωστίζονταν στον λίγο χώρο που υπήρχε και τεντώνονταν για να ακούσουν καθαρότερα όσα λέγονταν. Ενας παππούς γύρω στα 90 με το παραδοσιακό κρητικό μαντίλι στο κεφάλι, κάποια στιγμή σηκώθηκε από τη θέση του, πήγε στον κατηγορούμενο, του είπε κάτι στο αυτί και επέστρεψε χαμογελώντας ικανοποιημένα στη θέση του. Ηταν σαν κομπάρσος σε αυτήν την παλιά ελληνική κωμωδία με τους Κρητικούς πολιτικούς.

Στο... σύμπαν του

Ο Γιάννης Κεφαλογιάννης έκλαψε αρκετές φορές στις αγορεύσεις του. Μίλησε με μεγάλες και δραματικές παύσεις, με ατελείωτες αναφορές στον μισό και πλέον αιώνα της πολιτικής του πορείας. Μισό αιώνα πριν, όταν ξεκινούσε την πολιτική του πορεία, θα μπορούσαν να είχαν γραφτεί οι αγορεύσεις του. Τίποτα δεν φαίνεται να έχει αλλάξει από τότε στο σύμπαν του παλιού πολιτικού. Μετά την ανακοίνωση της καταδικαστικής απόφασης, όταν ο πρώην υπουργός βγήκε από την αίθουσα του δικαστηρίου, μια γυναίκα με δουλοπρεπές ύφος, που ήταν εκεί από το πρωί, του φώναξε «δεν πειράζει παλικάρι μου, την υγειά σου να ’χεις» και έβαλε τα κλάματα. Σκεφτόμουν ότι ο καθένας μας ζει στη δικιά του Ελλάδα και αναρωτιόμουν αν η πλειοψηφία ζει στην Ελλάδα της κυρίας ή στην Ελλάδα των τριών μαρτύρων. Μάλλον πρόκειται για την ίδια χώρα.

Σαν σκιές

Ευτυχώς, οι τρεις αστυνομικοί δεν ήταν εκεί για να ακούσουν την κυρία ούτε τις μαντινάδες που αφιερώθηκαν στον Κρητικό πολιτικό ούτε τις κραυγές «εσένα δεν μπορεί να σε δικάσει η δικαιοσύνη, μόνο το Ρέθυμνο μπορεί να σε δικάσει». Είχαν φροντίσει να φύγουν πολύ πριν τελειώσει η δίκη, ίσως γιατί στο πρώτο δικαστήριο, μόλις ανακοινώθηκε η απόφαση, ο Κεφαλογιάννης τους επιτέθηκε φραστικά και δεν ήθελαν να επαναληφθεί το ίδιο σκηνικό. Εκτός των άλλων, κάποιοι τους είχαν κατηγορήσει τότε ότι κάθησαν μέχρι το τέλος μόνο και μόνο για να πανηγυρίσουν με την απόφαση. Ηταν ένα ρίσκο που δεν χρειαζόταν να πάρουν αυτή τη φορά. Ηδη, με την πράξη τους προκάλεσαν την κοινωνία που τους μεγάλωσε και στην οποία μεγαλώνουν τις οικογένειές τους. Και όμως, δεν επέτρεψαν στον εαυτό τους να κάνει πίσω. Ο ένας από αυτούς, λίγο πριν φύγει, μου είπε: «Τα ναρκωτικά είναι σκιές, κι εδώ στην Κρήτη λέμε ότι οι σκιές δεν πέφτουν στο χώμα, αλλά στους ανθρώπους. Αν δεν κατέθετα, την επόμενη φορά που θα έβλεπα τοξικομανή η σκιά θα έπεφτε πάνω μου».

Δεν υπάρχουν σχόλια: